βυθοκόρηση

βυθοκόρηση
η
ο καθαρισμός ή η εκβάθυνση του βυθού της θάλασσας ή του ποταμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βυθοκόρηση — η [βυθυκορώ] καθαρισμός του βυθού ή εκβάθυνση θάλασσας ή ποταμού με βυθοκόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”